- φοινικοστερόπας
- -α, ὁ, Α(δωρ. τ.) (ως προσωνυμία τού Διός) αυτός που εξακοντίζει ερυθρές αστραπές.[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. αντί τού αμάρτυρου *φοινικοστερόπης < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + στεροπή «αστραπή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοινικοστερόπα — φοινῑκοστερόπᾱ , φοινικοστερόπας hurling red lightnings masc nom/voc/acc dual (doric) φοινῑκοστερόπα , φοινικοστερόπας hurling red lightnings masc voc sg (doric) φοινῑκοστερόπᾱ , φοινικοστερόπας hurling red lightnings masc gen sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικοστερόπαν — φοινῑκοστερόπᾱν , φοινικοστερόπας hurling red lightnings masc acc sg (epic doric aeolic) φοινῑκοστερόπαν , φοινικοστερόπας hurling red lightnings masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)